Yπογονιμότητα συνήθως ορίζεται η αδυναμία σύλληψης μετά την παρέλευση ενός έτους ελεύθερης σεξουαλικής επαφής και εμφανίζεται στο 15% των ζευγαριών.
Ο αριθμός των ζευγαριών που ζητούν ιατρική βοήθεια έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Όπως και σε άλλους τομείς της ιατρικής, η επιτυχής αντιμετώπιση των προβλημάτων γονιμότητας εξαρτάται από την ακριβή διάγνωση των αιτίων της υπογονιμότητας, η οποία επιτυγχάνεται με το λεπτομερές ιστορικό, τη σωστή φυσική εξέταση του ζεύγους και το σωστό κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο.
Παράγοντες που επηρεάζουν την γονιμότητα είναι:
η ηλικία της γυναίκας και του άνδρα, η συχνότητα σεξουαλικής επαφής, η διάρκεια των προσπαθειών για επίτευξη εγκυμοσύνης, τυχόν προηγηθείσα αντισύλληψη (ειδικά με ενδομητρικό σπείραμα-IUD), επαγγελματικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, υπερβολική χρήση καφεΐνης, καπνού και αλκοόλης καθώς και έντονο stress.
H υπογονιμότητα οφείλεται τόσο στη γυναίκα όσο και στον άνδρα.
Διεθνείς μελέτες έδειξαν ότι ποσοστό 40% των περιστατικών υπογονιμότητας οφείλονται στον γυναικείο παράγοντα, 40% στον ανδρικό και 20% οφείλεται σε μικτά αίτια (γυναικείας και ανδρικής προέλευσης). Επίσης ένα ποσοστό 10% των ζευγαριών παρουσιάζουν ανεξήγητη στειρότητα (όρος που χρησιμοποιείται όταν όλες οι κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις είναι φυσιολογικές).
Με τη ραγδαία πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας, κατά την τελευταία δεκαπενταετία, προσφέρεται στο υπογόνιμο ζευγάρι ένα ευρύ φάσμα επιλογών για την επίλυση των προβλημάτων γονιμότητας και την επίτευξη του πολυπόθητου στόχου της αναπαραγωγής. Ωστόσο, η χρήση των τεχνολογικών μεθόδων χρειάζεται συνεχή ενημέρωση, εκπαίδευση και εφαρμογή για να αποδώσει τους καρπούς της.